κασσιτερώνω

κασσιτερώνω
(Α κασσιτερῶ, -όω) [κασσίτερος]
καλύπτω την επιφάνεια σκεύους με επίστρωμα κασσιτέρου, επικασσιτερώνω, γανώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κασσιτερώνω — κασσιτέρωσα, κασσιτερώθηκα, κασσιτερωμένος, γανώνω: Αυτά τα μαχαιροπίρουνα πρέπει να τα κασσιτερώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακασσιτέρωτος — η, ο [κασσιτερώνω] αυτός που δεν έχει κασσιτερωθεί, ο αγάνωτος …   Dictionary of Greek

  • γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτέρωση — η επικάλυψη μεταλλικών αντικειμένων και κυρ. μαγειρικών σκευών με κασσίτερο για πρόληψη τής οξειδώσεως ή για διακοσμητικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί κασσιτερώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επικασσιτέρωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • καλαϊντίζω — και καλαϊδίζω και καλαϊλαδίζω [καλάι] κασσιτερώνω, γανώνω, καλύπτω με κασσίτερο την, εσωτερική κυρίως, επιφάνεια διαφόρων μαγειρικών σκευών …   Dictionary of Greek

  • κασσιτέρωμα — το κασσιτέρωση, γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κασσιτέρωση — η το κασσιτέρωμα, η επίχριση με κασσίτερο, το γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κασσιτέρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κασσιτέρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του κασσιτερώνω, γάνωμα: Μετά την κασσιτέρωση γυαλίζουν τα μαχαιροπίρουνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”